Μπάμπης Δερμιτζάκης

Book review, movie criticism

Thursday, October 2, 2025

Carl Dreyer, Ημέρες οργής (Dies irae, 1943)

 Carl Dreyer, Ημέρες οργής (Dies irae, 1943)

 


Από σήμερα στο Ατενέ

  O Ντράγιερ πρέπει να είναι απόγονος του Κίρκεγκορ, με τη βαθιά θρησκευτικότητα που τον διακρίνει. Η θρησκεία και ο απαγορευμένος έρωτας είναι τα θέματα που τον κατατρύχουν.

  Η ταινία με άφησε αμήχανο. Όχι, δεν ήταν ο αργός ρυθμός που του καταμαρτυρούν διάφοροι κριτικοί όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, και που εμένα μου αρέσει γιατί δεν με κουράζει, ήταν το στόρι. Να το ξαναπώ άλλη μια φορά, για μένα το σενάριο είναι το πιο σημαντικό σε μια ταινία. Όσο καλογυρισμένη και αν είναι, όπως οι «Μέρες οργής», δεν θα με ενθουσιάσει.

  Η πλοκή τοποθετείται στις αρχές του 16ου αιώνα, τότε που είχαν αποδυθεί, και σε Ευρώπη και σε Αμερική, στο κυνήγι των μαγισσών, και στηρίζεται σε πραγματική ιστορία. Και στην ταινία βλέπουμε μια ηλικιωμένη που κατηγορήθηκε ως μάγισσα να ικετεύει τον πάστορα να τη σώσει, όπως έσωσε την πεθερά του.

  Δεν θα καταφέρει να τον πείσει. Θα καεί στην πυρά, όπως η Ζαν ντ’ Αρκ.

  Και εδώ βλέπουμε την υποκρισία της εξουσίας, όπως και κάθε εξουσίας.

  Έσωσε τη μητέρα της νεαρής γυναίκας του από την πυρά, μόνο και μόνο για να αποκτήσει την κόρη της.

  Πίστευε αληθινά ότι θα μπορούσε να τον αγαπήσει;

  Ένας που παντρεύεται μια πολύ νεότερή του γυναίκα, μάλλον έχει κατακτήσει το κορμί της, με τα πλούτη του σχεδόν πάντα (κυκλοφορούν αρκετά ανέκδοτα και γελοιογραφίες γι’ αυτό), όχι την καρδιά της.

  Την καρδιά της θα την κατακτήσει ο γιος του, που εμφανίζεται ξαφνικά στο σπίτι.

  Όχι, δεν θα κάνω σπόιλερ αποκαλύπτοντας το τέλος, απλά θα πω αυτό που συνέβη «εκτός πλαισίου της ιστορίας», που δεν θα το δούμε δηλαδή στο έργο.

  Αυτό που απέφυγε η μητέρα της δεν θα το αποφύγει αυτή.

  Παρά το ότι με ξενέρωσε το στόρι μου άρεσε πάρα πολύ η ταινία, ιδιαίτερα οι σκηνές με το ερωτευμένο ζευγάρι.

  8,1 η βαθμολογία της, αξίζει να τη δείτε.

  Και ενώ στα horror λέω όχι, θα δω το Vampyr, που θα προβληθεί την επόμενη Πέμπτη. Περιμένω τη New Star να μου στείλει το screener.

  Παρά λίγο να το ξεχάσω.

  Το Dies irae το έψελναν παιδιά την ώρα που η μάγισσα καιγόταν πάνω στην πυρά. Και είδα ότι είναι ένα από τα μοτίβα στο μέρος «Η πορεία προς το μαρτύριο» της «Φανταστικής συμφωνίας» του Μπερλιόζ, που μου άρεσε τόσο ώστε έμαθα να το κουτσοπαίζω στη λύρα. Τελικά έκανα λάθος, είναι από το 5ο και τελευταίο μέρος, «Όνειρο μιας νύχτας του Σαββάτου».

 

Wednesday, October 1, 2025

Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη, Harvest (2024)

Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη, Harvest (2024)

 


Από την Πέμπτη που μας πέρασε στους κινηματογράφους.

  Πριν χρόνια, ο ιρανός φίλος μου Hoji Fred (να τον ευχαριστήσω από αυτές τις γραμμές για τη βοήθεια που μου έδωσε για ιρανικές ταινίες) μου ζήτησε να του πω τι γνώμη έχω για το «Attenberg» της Τσαγκάρη.

  Παλιά δεν είχα πάρει τόσο στα ζεστά τον κινηματογράφο, δεν έγραφα για όλες τις ταινίες αναλυτική κριτική, αλλά έγραφα δυο λογάκια για τις υπόλοιπες σε ένα αρχείο που του είχα δώσει όνομα «Tenies pou ida ke den egrapsa gia aftes». Τα λογάκια αυτά σπάνια ξεπερνούσαν τις δυο γραμμές. Επειδή μου το ζήτησε ο Hoji έκανα ανάρτηση αυτές τις «σχεδόν δυο γραμμές».

  Από αυτές συμπεραίνω ότι η ταινία μου άρεσε. Όμως βλέπω ότι η βαθμολογία της είναι μόλις 6,2, σε αντίθεση με το 6 που έχει το «Harvest», όμως επίσης χαμηλή.

  Και βλέπω εδώ μια διάσταση ανάμεσα στις γνώμες των κριτικών και του κοινού. Βλέπω στο Αθηνόραμα, έξι κριτικοί βαθμολογούν με 3, δυο με 3,5, επίσης δυο με 2,5 και επίσης δύο με 2. Αν έλλειπε το τελευταίο 2 ο μέσος όρος της βαθμολογίας θα ήταν 3, τώρα είναι 3 παρά κάτι.

  Αναρωτιέμαι ποια αντιστοιχία υπάρχει ανάμεσα στις βαθμολογίες των κριτικών και στις βαθμολογίες του κοινού. Θα έλεγα ότι εδώ οι βαθμολογίες αποκλίνουν.

  Και πάλι θα πω για τις προσωπικές μου προτιμήσεις.

  Μου αρέσουν οι ταινίες που έχουν αισιόδοξο τέλος. Και σ’ αυτή την ταινία δεν υπάρχει αισιόδοξο τέλος.

  Βρισκόμαστε στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Ο ιδιοκτήτης ξεσπιτώνει τους καημένους τους χωριάτες. Η γη που καλλιεργούν είναι δική του ιδιοκτησία. Θα την κάνει βοσκοτόπια, και με το μαλλί των προβάτων θα αναπτύξει μια υφαντουργική μονάδα. Το προσωρινό αφεντικό, ξάδελφός του, είναι καλός και ανεκτικός μαζί τους. Αυτό δεν το κατάλαβα στην αρχή, το είδα μετά, όταν ήλθε ο αδίστακτος ξάδελφός, που ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης.

  Το δίδυμο αυτό μου θύμισε ένα άλλο δίδυμο, πατέρα και γιου στη «Γη της επαγγελίας» που προβάλλεται επίσης από την Πέμπτη που μας πέρασε. Ο πατέρας, εργοστασιάρχης, νοιάζεται για τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο σε αντίθεση με το γιο του που είναι αδίστακτος.

  Όμως εκεί βλέπουμε τους καημένους τους εργάτες, τους συμπαθούμε. Στην ταινία όμως της Τσαγκάρη δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τους χωριάτες. Μια πυρκαγιά αποδίδεται σε τρεις ξένους, δυο άντρες και μια γυναίκα που ήλθαν στο χωριό. Τη γυναίκα απλά την κουρεύουν, ενώ τους άντρες τους βάζουν σε κάτι που μοιάζει με λαιμητόμο, για μια βδομάδα υποτίθεται. Ο ένας δεν αντέχει, πεθαίνει.

  Η τακτική του αποδιοπομπαίου τράγου.

  Ο χαρτογράφος βγάζει απλά το ψωμί του, όμως θα το πληρώσει με τη ζωή του. Και ήταν καλός άνθρωπος. Η κατηγορία: γιατί να συνεργαστεί με τα αφεντικά;

  Εξαιρετική η σκηνοθεσία και η φωτογραφία, θυμίζει μεσαιωνικούς πίνακες που απεικονίζουν αγροτικά περιβάλλοντα, αλλά, το έχω ξαναγράψει, για μένα πρωταρχικό είναι το στόρι. Αναρωτιέμαι αν θα μου έκανε την ίδια εντύπωση το μυθιστόρημα του οποίου αποτελεί μεταφορά.

  Τραγική φιγούρα ο αφηγητής, ένας in the middle of the road hero. Και μια και με αυτό θυμήθηκα το «Ιστορικό μυθιστόρημα» του Λούκατς, να προσθέσω ότι η πλοκή διαδραματίζεται κάπου στη Σκοτία. Μεγάλωσε μαζί με το αφεντικό, την ίδια χρονιά πέθαναν οι γυναίκες τους. Είναι κι αυτός χωριάτης, όμως, με τις τελευταίες εξελίξεις, τον βλέπουν με καχυποψία.

  Εκτός από τα ωραία πλάνα που θυμίζουν ζωγραφική η ταινία έχει άφθονο σασπένς, το οποίο μου αρέσει και για αυτό είδα την ταινία με ενδιαφέρον.

  Δεν μου άρεσε όμως το unhappy end. Παρουσιάζοντας η Τσαγκάρη στην ταινία τους χωριάτες γεμάτους προλήψεις και «κακούς», από μια άποψη, δεν θα μπορούσα να τη θεωρήσω σαν μεταφορά για σημερινά τεκταινόμενα.

  Αγροίκοι αγρότες, σκληρά αφεντικά.

  Όχι, δεν θα θεωρήσω την ταινία σαν μεταφορά, αγροίκοι εργάτες, σκληροί εργοδότες.

 

   

Tuesday, September 30, 2025

Τεχνητή νοημοσύνη

 Εν τάξει, νιώθω ευγνωμοσύνη στην Academia.edu που φιλοξενεί όλα μου τα κείμενα εκτός από τις κριτικές. Αλλά προσπαθεί να με πείσει να να κάνω εγγραφή για να βλέπω ποιοι κάνουν citations κ.α. Εγώ βέβαια δεν βλέπω το λόγο. Τώρα βλέπω μια καινούρια προσφορά. Ένα podcast, στα αγγλικά, που σχολιάζει ένα άρθρο μου για την Ευγενία Φακίνου. Ποιος το έκανε; Μα, ποιος άλλος, ή μάλλον ποια άλλη από την Τεχνητή Νοημοσύνη; Όμως για να το αναρτήσει στο προφίλ μου θέλει λεφτά. Εγώ αντέγραψα τον σύνδεσμο, αλλά σίγουρα, αφού δεν πληρώνω, δεν θα τον ακούσετε. https://www.academia.edu/ai_podcast/38040576 Από περιέργεια, αν κάποιος διαβάσει αυτή την ανάρτησή μου, ας προσπαθήσει να ανοίξει τον σύνδεσμο, και να μου πει αν τον ακούει. Εγώ τον ακούω, ίσως γιατί είμαι εγώ. Οι άλλοι όμως;

Τελικά, μου λέει μια φίλη, πρέπει να κάνεις εγγραφή στο academia.edu για να μπορέσεις να το ακούσεις. Βιάστηκα, τώρα το πρόσεξα. Κάποιος λέει από την Ελλάδα ζήτησε το podcast. Μάλλον δεν τους εξήγησε ότι θα το ήθελε στα ελληνικά.


Παράφραση

 

Παράφραση

 

Μια από τις παραφράσεις μου.

Όσκαρ Ουάιλντ: Όταν οι κριτικοί διαφωνούν, ο καλλιτέχνης είναι σίγουρος για τον εαυτό του.

Εγώ: Όταν οι γιατροί διαφωνούν, ο ασθενής δεν είναι καθόλου σίγουρος για τον εαυτό του.

Ο ένας γιατρός: Είναι έρπης ζωστήρα.

Ο άλλος γιατρός: Δεν είναι έρπης, αφού δεν πονάει.

Εγώ, καλού κακού, πήγα σήμερα και έκανα το εμβόλιο για τον έρπη ζωστήρα.

Julien Duvivier, Ιστορίες του Σηκουάνα (La belle equipe, 1936)

 Julien Duvivier, Ιστορίες του Σηκουάνα (La belle equipe, 1936)

 


  Από την Πέμπτη που μας πέρασε στο Ατενέ

  Δεν φανταζόμουνα ότι θα μπορούσα να πραγματευτώ συγκριτολογικά δυο ταινίες που άρχισαν να προβάλλονται ταυτόχρονα στους κινηματογράφους.

  Η άλλη είναι «Η γη της Επαγγελίας».

  Εκεί βλέπουμε τους τρεις βλαστούς μεγαλοαστικής τάξης, να καταφέρνουν, με διάφορους τρόπους, να βρουν χρήματα για να στήσουν ένα εργοστάσιο.

  Το οποίο θα έχει άδοξο τέλος.

  Οι πέντε φίλοι (They were five είναι ο αγγλικός τίτλος της ταινίας) είναι φτωχοί εργάτες. Δεν μπορούν να έχουν ένα ανάλογο όνειρο. Εύκολο είναι να βρουν λεφτά;

  Να όμως που η τύχη τους χαμογέλασε.

  Κερδίζουν το λαχείο.

  Όχι, δεν σκοπεύουν να κτίσουν εργοστάσιο, με τίποτα δεν θα έφταναν αυτά τα λεφτά. Όμως μια ταβερνούλα είναι μέσα στις δυνατότητές τους.

  Όπως και στη «Γη της επαγγελίας» μια γυναίκα θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην καταστροφή.

  Δεν μπορούμε να πούμε όμως το ίδιο και για την Huguette. Δεν μπορούμε να την κατηγορήσουμε γιατί αγάπησε τον Μάριο, ισπανό λαθρομετανάστη που όμως εντοπίζεται και ειδοποιείται να εγκαταλείψει το γαλλικό έδαφος σε δυο εικοσιτετράωρα, και όχι τον Ζακ, που απελπισμένος το σκάει για τον Καναδά.

  Η Huguette θα ακολουθήσει τον Μάριο στην Ισπανία.

  Ο Τεντέν θα πέσει από τη στέγη όπου είχε ανεβεί για να φτιάξει τα κεραμίδια και σκοτώνεται.

  Μένουν ο Ζαν Γκαμπέν και ο Σαρλό

  Τον Σαρλό τον έχει εγκαταλείψει η γυναίκα του.

  Θα τον παραμυθιάσει και θα ξαναπέσει στα δίκτυα της.

  Να μην αποκαλύψω το τέλος, που δεν είναι «κατά το εικός και το αναγκαίο», απλά θα πω ότι και η ταβέρνα, όπως και το εργοστάσιο, πήγαν κατά διαόλου.

  Η ταινία του Βάιντα είναι ένα δριμύ κατηγορώ για μια καινούρια κεφαλαιοκρατική τάξη, που δεν έχει ιερό και όσιο.

  Η ταινία του Duvivier δείχνει την απαισιοδοξία του, μαζί και την αγάπη του για την εργατική τάξη.

  7,5 η βαθμολογία της.

  Να το γράψουμε εδώ.

  Ευτυχώς τα New Star προβάλλουν σε επανάληψη κλασικές ταινίες, στέλνοντάς μας τα screener για να τις δούμε. Σαφώς έχουν καλύτερη βαθμολογία από όλες σχεδόν τις καινούριες.   

 

 

Monday, September 29, 2025

Andrzej Wajda, H γη της Επαγγελίας (Ziemia obiecana, 1975)

 Andrzej Wajda, H γη της Επαγγελίας (Ziemia obiecana, 1975)

 


  Από την Πέμπτη που μας πέρασε στο Ατενέ.

  Η πλοκή τοποθετείται γύρω στο 1885, και αποτελεί μεταφορά μυθιστορήματος που εκδόθηκε το 1899.

  Γιατί το 1885;

  Διότι στο έργο λέει κάποιος ότι πέθανε ο Βίκτωρ Ουγκώ.

  Το μοτίβο το είδαμε στον Μπαλζάκ και τον Σταντάλ: Ο φιλόδοξος νέος που προσπαθεί να αναρριχηθεί. Όμως ενώ τους ήρωές τους τους βλέπεις με συμπάθεια, τον «Φιλαράκο» του Μωπασάν και τον Κάρολ του Βάιντα δεν τους συμπαθείς. Μάλιστα τον πολωνό Κάρολ στο τέλος θα τον δούμε με βδελυγμία, αλλά δεν θα σας πω γιατί, δεν θέλω να κάνω σπόιλερ.

  Η πλοκή τοποθετείται στη βιομηχανική πόλι Λοτζ της Πολωνίας. Ο Κάρολ θέλει να φτειάξει ένα εργοστάσιο, αλλά μόνος του δεν μπορεί, θέλει και τη βοήθεια δυο φίλων του, ενός γερμανού και ενός εβραίου.

  Μετά από πολλές προσπάθειες θα τα καταφέρουν. Όμως ένα πράγμα θα συντελέσει στην καταστροφή.

  Όχι, δεν ήταν η σχέση του με τη γυναίκα ενός εβραίου που οδήγησε στην καταστροφή. Παρά το ό,τι του ορκίστηκε στο ευαγγέλιο ότι δεν έχει σχέση μαζί της, αυτός θα βάλει να τον παρακολουθήσουν και θα το διαπιστώσει. Και θα εκδικηθεί. Θα βάλει κάποιον να βάλει φωτιά στο εργοστάσιο.

  Παρεμπιπτόντως, ακούμε, πολλοί έβαζαν φωτιά στα εργοστάσιά τους για να εισπράξουν την ασφάλεια, απαράλλακτα όπως κάποιοι πλοιοκτήτες, σε μια μεταγενέστερη εποχή, βούλιαζαν τα καράβια τους.

  Όχι, δεν ήταν αυτή η αιτία. Αιτία ήταν ότι θεώρησε πεταμένα λεφτά να ασφαλίσουν το εργοστάσιο.

  Εγώ ασφάλισα το Jimney μου πριν το παραλάβω. Ένας άλλος που αγόρασε μια αμαξάρα, δεν φρόντισε να την ασφαλίσει αμέσως. Σε δεκαπέντε μέρες του την έκλεψαν. Του είπαν να δώσει τόσα λεφτά για να του την επιστρέψουν. Πείσθηκε αφελώς και έχασε και αυτά τα λεφτά.

  Την ταινία την είχα ξαναδεί βέβαια, όταν κυκλοφόρησε. Πολύ καλή η βαθμολογία της όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με τις επανεκδόσεις, 7,8. Σίγουρα αξίζει να τη δείτε.

Saturday, September 27, 2025

Catulli carmina, μετάφραση

 Catulli carmina, μετάφραση

  Αφιερωμένη εξαιρετικά 

 

  Τώρα που πήραμε φόρα (όσοι διάβασαν τις δυο προηγούμενες αναρτήσεις μου καταλαβαίνουν τι λέω).

  Έχω μεταφράσει δέκα βιβλία, και κάποια άρθρα για το περιοδικό της οργάνωσής μας, τη Νέα Αριστερά (καμιά σχέση με την τωρινή). Ποίηση όμως;

  Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία μου, που είπαμε την έγραψα είκοσι χρονών, βλέπω ότι μετέφερα αρκετούς στίχους από τα Catulli carmina του Καρλ Ορφ με τη μετάφρασή τους που είχα γράψει πάνω στο εξώφυλλο του δίσκου.

  Είχα και την περιέργεια:

  Ρώτησα και το chatgpt να μου πει πώς να χωρίσω μια σελίδα στα δύο, ώστε στη μια μεριά να γράψω το λατινικό και στην άλλη τη μετάφραση στα ελληνικά.

  Που είναι ποιητική, όχι κατά λέξη.

  Και μου είπε.

  Να το αποτέλεσμα:

 

Eis aiona

Tui sum

Tui sum, o mea vita

Eis aiona, eis aiona

 

Tu mihi cara

Mi cara amicula

Corculum es!

 

Tu mihi corculum

Corcule, corcule

Dic mi, dic mi,

te me amari.

 

O tue oculi

Ocelli lucidi

Fulgurant efferunt

Me velut specula

 

Specula, specula

tu mihi specula.

 

O tua blandula

Blanda blandicula

Tua labella

 

Cave cave

Cave cavete

 

Ad ludum prolectant

 

Cave, cave,

Cave cavete

 

O tua lingula

Lingula lingula

Usque perniciter

Vibrans ut vipera

 

Cave, cave, cave cavete

Cave mea viperam

Nisi te mordet

 

Morde me, morde me

Basia me basia me

Ah!

O tuae mammulae

Mammae molliculae

Dulciter turgidae

Gemina poma!

 

A, mea manus es cupida

 

O vos papillae

Horridulae!

 

Manus est cupida

Illas prensare

Suave lenire

Vehementer presnare

 

O tua mentula

Cupide saliens

Peni peniculus

Cupide saliens

Velus pisciculus

 

Is qui desiderat

Tua fonticulam

 

Mea manus est cupida

Illam raptare

Pedulanti manicula!

 

Tu es Venus

Tu es Venus

 

O me felicem

O me felicem

 

In te habitant

Omnia gaudia

Omnes dulcidines

Omnes voluptas

In tuo ingente amplexu

Tota est mihi vita

 

O me felicem!

 

Eis aiona, eis aiona!

 

Eis aiona

O res ridicula

Immensa stultitia

 

Nihil durare

potest tempore perpetuo.

Cum bene sol nituit

redditur oceano

Decrescit Phoebe

Quam modo plena fuit

Venerum feritas

Saepe fit aura levis

Tempus tempus

Tempus amoris

Cubiculum non est.

Sublata lucerna

Nula est fides

Perfida omnia sunt

O vos brutos,

Vos stupidos

Vos stolidos

 

Laternari

Tene scalam!

Audite ac videte

Catulli carmina

 

Audiamus

Catulli carmina

 

Odi et amo

 

Quare id faciam

Fortase requiris

Nescio, sed fieri sentio

Ed excrusior

Εις αιώνα

Σ’ αγαπώ

Είμαι δικός σου, ζωή μου

Εις αιώνα, εις αιώνα

 

Ω συ αγάπη μου

Γλυκιά καρδούλα μου

Ω πως σ’ αγαπώ

 

Ω συ καρδούλα μου

Γλυκιά αγαπούλα μου

Πες μου το, πες μου το

Πως και συ μ’ αγαπάς.

 

Ω μάτια σπινθόβολα

Μάτια που αστράφτουνε

Φέγγουνε, λάμπουνε

Και με καθρεφτίζουνε

 

Φέγγουνε, λάμπουνε,

Και με καθρεφτίζουνε

 

Ω τα χειλάκια σου

Πόσο μ’ αρέσουνε

Σαν με φιλούνε

 

Πρόσεχε, πρόσεχε,

Έχε το νου σου

 

Τον πόθο ανάβουνε

 

Πρόσεχε, πρόσεχε

Έχε το νου σου

 

Ω η γλωσσίτσα σου

Γλώσσα γλωσσούλα σου

Γρήγορα πάλλεται

Σαν να ’ταν έχιδνα

 

Πρόσεχε πρόσεχε, έχε το νου σου

Μήπως η έχιδνα

Μη σε δαγκώσει

 

Ας με δαγκώσει, ας με δαγκώσει

Φίλα με, φίλα με

Α!

Ω τα βυζάκια σου

Άπειρη η γλύκα τους

Γλυκά φουσκώνουνε

σαν δίδυμα μήλα

 

Ω πόσο θα ’θελα

 

Ω πως ριγούνε

Οι ρόγες τους

 

Ω πόσο θα ’θελα

Να τα χουφτιάσω

Γλυκά να σφίξω

Μ’ ορμή ν’ αρπάξω.

 

Ω, η γενειάδα σου.

Ορθή απ’ τον πόθο της

Είν’ η ψωλούλα σου

Ορθή απ’ τον πόθο της

Σαν αγγουράκι

 

Να πιει πόσο θα ’θελε

Από την πηγούλα σου

 

Ω πόσο θα ’θελα

Να την αρπάξω

Ριγάει το χέρι μου

 

Αφροδίτη

Αφροδίτη

 

Τι ευτυχία

Τι ευτυχία

 

Σε σένα βρίσκονται

Όλες οι χάρες

Όλες οι γλύκες

Και οι ηδονές

Στη φλογερή αγκαλιά σου

Είναι κλεισμένη η ζωή μου όλη

 

Τι ευτυχία

 

Εις αιώνα, εις αιώνα

 

Εις αιώνα

Ω τι ρεζίλι

Βλακεία άπειρη

 

Τίποτα δεν μπορεί

Να ζει

Για πάντα.

Ο ήλιος που λάμπει

Βουλιάζει στο πέλαγος

Τ’ ολόγιομο φεγγάρι

Αρχίζει και λιγαίνει.

Κατακαθίζει

Ο άνεμος του πάθους

Ο χρόνος, ο χρόνος

Κρεβάτι του έρωτα

Ποτέ δεν είναι.

Αγάπη πιστή

Δεν είναι καμιά.

Άπιστες όλες τους είναι.

Ω, σεις ανόητοι

Ω, ξεροκέφαλοι

Ω, πεισματάρηδες

 

Πυρσοφόροι

Για σταθείτε

Ακούσετε και δείτε

Τα τραγούδια του Κάτουλου

 

Ας ακούσουμε λοιπόν

Τα τραγούδια του Κάτουλου.

 

Αγαπώ και μισώ

 

Ίσως να ρώταγες,

Τι τάχα να ’κανα

Δεν ξέρω. Το βλέπω όμως

Και υποφέρω…